Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spettrometrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spettromeˈtria]

φασματομετρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spettrogramma spettrometrico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spettrofotometro (ουσ αρσ )
spettrografia (θηλ.ουσ)
spettrografico (επίθ.)
spettrografo (ουσ αρσ )
spettrogramma (ουσ αρσ )
spettrometria (θηλ.ουσ)
spettrometrico (επίθ.)
spettrometro (ουσ αρσ )
spettroscopia (θηλ.ουσ)
spettroscopico (επίθ.)
spettroscopio (ουσ αρσ )
speziale (ουσ αρσ και θηλ.)
spezie (θηλ. ουσ πληθ.)
spezieria (θηλ.ουσ)
spezzabile (επίθ.)
spezzamento (ουσ αρσ )
spezzare (ρ. μτβ.)
spezzarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
spezzatino (ουσ αρσ )
spezzato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---