Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspettroscopìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [spettroskoˈpia] 1 φυσική ύλης και ακτινοβολιών 2 φασματοσκοπία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |