Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spezierìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spettsjeˈria]

1 καρυκεύματα
2 αρτύματα
3 μπακάλικο
4 παντοπωλείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spezie spezzabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spettroscopia (θηλ.ουσ)
spettroscopico (επίθ.)
spettroscopio (ουσ αρσ )
speziale (ουσ αρσ και θηλ.)
spezie (θηλ. ουσ πληθ.)
spezieria (θηλ.ουσ)
spezzabile (επίθ.)
spezzamento (ουσ αρσ )
spezzare (ρ. μτβ.)
spezzarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
spezzatino (ουσ αρσ )
spezzato (ουσ αρσ )
spezzato (επίθ.)
spezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
spezzatrice (θηλ.ουσ)
spezzatura (θηλ.ουσ)
spezzettamento (ουσ αρσ )
spezzettare (ρ. μτβ.)
spezzonamento (ουσ αρσ )
spezzonare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---