Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spezzonaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spettsonaˈmento]

βομβαρδισμός με εμπρηστικές βόμβες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spezzettare spezzonare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
spezzatrice (θηλ.ουσ)
spezzatura (θηλ.ουσ)
spezzettamento (ουσ αρσ )
spezzettare (ρ. μτβ.)
spezzonamento (ουσ αρσ )
spezzonare (ρ. μτβ.)
spezzone (ουσ αρσ )
spia (θηλ.ουσ)
spiaccicare (ρ. μτβ.)
spiaccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiaccichio (ουσ αρσ )
spiacente (επίθ.)
spiacere (ρ.αμτβ.)
spiacevole (επίθ.)
spiacevolezza (θηλ.ουσ)
spiacevolmente (επίρ.)
spiaggia (θηλ.ουσ)
spianabile (επίθ.)
spianare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---