Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiàggia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspjadʤa]

η αμμουδιά, η ακρογιαλιά, η πλάζ, η παραλία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiacevolmente spianabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiacente (επίθ.)
spiacere (ρ.αμτβ.)
spiacevole (επίθ.)
spiacevolezza (θηλ.ουσ)
spiacevolmente (επίρ.)
spiaggia (θηλ.ουσ)
spianabile (επίθ.)
spianare (ρ.αμτβ.)
spianare (ρ. μτβ.)
spianarsi (ρ.μ. (αντων.))
spianata (θηλ.ουσ)
spianatoia (θηλ.ουσ)
spianatoio (ουσ αρσ )
spianatore (ουσ αρσ )
spianatrice (θηλ.ουσ)
spianatura (θηλ.ουσ)
spiano (ουσ αρσ )
spiantare (ρ. μτβ.)
spiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiantato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---