ItalianoGreco


spiantàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spjanˈtare]

1 εξαλείφω
2 συντρίβω
3 καταστρέφω
4 εξολοθρεύω
5 εκριζώνω
6 ξεριζώνω
7 εκμηδενίζω
8 αφανίζω

spiantarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spjanˈtare]

1 ξεριζώνομαι
2 καταστρέφομαι
3 αφανίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---