Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spiˈare]

κατασκοπεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiantato spiata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiano (ουσ αρσ )
spiantare (ρ. μτβ.)
spiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiantato (ουσ αρσ )
spiantato (επίθ.)
spiare (ρ. μτβ.)
spiata (θηλ.ουσ)
spiattellare (ρ. μτβ.)
spiattellatamente (επίρ.)
spiazzare (ρ. μτβ.)
spiazzata (θηλ.ουσ)
spiazzato (επίθ.)
spiazzo (ουσ αρσ )
spiccace (επίθ.)
spiccagnolo (επίθ.)
spiccante (επίθ.)
spiccare (ρ.αμτβ.)
spiccare (ρ. μτβ.)
spiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiccatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---