Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiccataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [spikkataˈmente]

1 αξιοπρόσεκτα
2 ξεχωριστά
3 πεντακάθαρα
4 αισθητά
5 εναργώς
6 ευκρινώς
7 διακεκριμένα
8 ξεκάθαρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiccarsi spiccato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiccagnolo (επίθ.)
spiccante (επίθ.)
spiccare (ρ.αμτβ.)
spiccare (ρ. μτβ.)
spiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiccatamente (επίρ.)
spiccato (αρσ. επίθ και ουσ)
spicchiare (ρ. μτβ.)
spicchio (ουσ αρσ )
spicciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spicciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spicciativo (επίθ.)
spiccicare (ρ. μτβ.)
spiccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiccicato (επίθ.)
spiccio (επίθ.)
spicciolame (ουσ αρσ )
spicciolare (ρ. μτβ.)
spicciolato (επίθ.)
spicciolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---