Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspìcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspikkjo] 1 (frutta) η φέτα 2 (aglio) η σκελίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |