Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspicciolàme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spitʧoˈlame] 1 κέρματα 2 ρέστα (χρήματα) 3 ψιλά 4 λιανά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |