Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spidocchiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spidokˈkjare]

1 ξεψειριάζω
2 ξεψειρίζω

spidocchiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spidokˈkjarsi]

απαλλάσσομαι από ψείρες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spider spiedata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spicco (ουσ αρσ )
spicconare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spicilegio (ουσ αρσ )
spicola (θηλ.ουσ)
spider (ουσ αρσ και θηλ.)
spidocchiare (ρ. μτβ.)
spidocchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiedata (θηλ.ουσ)
spiedino (ουσ αρσ )
spiedo (ουσ αρσ )
spiegabile (επίθ.)
spiegamento (ουσ αρσ )
spiegare (ρ. μτβ.)
spiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiegativo (επίθ.)
spiegato (επίθ.)
spiegatura (θηλ.ουσ)
spiegazione (θηλ.ουσ)
spiegazzare (ρ. μτβ.)
spiegazzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---