Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiegàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spjeˈgare]

1 εξηγώ
2 (carta, tovaglia) ξεδιπλώνω

spiegarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spjeˈgarsi]

1 ανοίγω τα πανιά
2 ξεδιπλώνομαι
3 μιλώ ξεκάθαρα
4 ξεκαθαρίζω τα πράγματα
5 γίνομαι σαφής
6 εξηγούμαι
7 ανοίγομαι
8 αναπτύσσομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiegamento spiegativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiedata (θηλ.ουσ)
spiedino (ουσ αρσ )
spiedo (ουσ αρσ )
spiegabile (επίθ.)
spiegamento (ουσ αρσ )
spiegare (ρ. μτβ.)
spiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiegativo (επίθ.)
spiegato (επίθ.)
spiegatura (θηλ.ουσ)
spiegazione (θηλ.ουσ)
spiegazzare (ρ. μτβ.)
spiegazzato (επίθ.)
spiegazzatura (θηλ.ουσ)
spietatamente (επίρ.)
spietatezza (θηλ.ουσ)
spietato (επίθ.)
spietrare (ρ. μτβ.)
spietratore (ουσ αρσ )
spietratura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---