Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spietratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spjetraˈtura]

βγάλσιμο της πέτρας (από χωράφι)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spietratore spifferare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spietatamente (επίρ.)
spietatezza (θηλ.ουσ)
spietato (επίθ.)
spietrare (ρ. μτβ.)
spietratore (ουσ αρσ )
spietratura (θηλ.ουσ)
spifferare (ρ.αμτβ.)
spifferare (ρ. μτβ.)
spifferata (θηλ.ουσ)
spiffero (ουσ αρσ )
spifferone (ουσ αρσ )
spiga (θηλ.ουσ)
spigare (ρ.αμτβ.)
spigato (ουσ αρσ )
spigatura (θηλ.ουσ)
spighetta (θηλ.ουσ)
spigionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spigliatamente (επίρ.)
spigliatezza (θηλ.ουσ)
spigliato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---