Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spifferàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spiffeˈrata]

1 σφύριγμα συντονισμού σε αυλό
2 παίξιμο αυλού ή τσαμπούνας
3 κουτσομπολιό
4 φλυαρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spifferare spiffero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spietrare (ρ. μτβ.)
spietratore (ουσ αρσ )
spietratura (θηλ.ουσ)
spifferare (ρ.αμτβ.)
spifferare (ρ. μτβ.)
spifferata (θηλ.ουσ)
spiffero (ουσ αρσ )
spifferone (ουσ αρσ )
spiga (θηλ.ουσ)
spigare (ρ.αμτβ.)
spigato (ουσ αρσ )
spigatura (θηλ.ουσ)
spighetta (θηλ.ουσ)
spigionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spigliatamente (επίρ.)
spigliatezza (θηλ.ουσ)
spigliato (επίθ.)
spignattare (ρ.αμτβ.)
spignoramento (ουσ αρσ )
spignorare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---