Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spigliataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [spiʎʎataˈmente]

1 με αυτοπεποίθηση
2 άνετα
3 ξένοιαστα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spigionarsi spigliatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spigare (ρ.αμτβ.)
spigato (ουσ αρσ )
spigatura (θηλ.ουσ)
spighetta (θηλ.ουσ)
spigionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spigliatamente (επίρ.)
spigliatezza (θηλ.ουσ)
spigliato (επίθ.)
spignattare (ρ.αμτβ.)
spignoramento (ουσ αρσ )
spignorare (ρ. μτβ.)
spigo (ουσ αρσ )
spigola (θηλ.ουσ)
spigolare (ρ. μτβ.)
spigolatore (ουσ αρσ )
spigolatrice (θηλ.ουσ)
spigolatura (θηλ.ουσ)
spigolo (ουσ αρσ )
spigolosità (θηλ.ουσ)
spigoloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---