Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spigolóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spigoˈloso], [spigoˈlozo]

1 δύστροπος
2 δύσκολος
3 κοκαλιάρης
4 κακόθυμος
5 γωνιώδης
6 γωνιακός
7 απότομος
8 ακατέργαστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spigolosità spigrire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spigolatore (ουσ αρσ )
spigolatrice (θηλ.ουσ)
spigolatura (θηλ.ουσ)
spigolo (ουσ αρσ )
spigolosità (θηλ.ουσ)
spigoloso (επίθ.)
spigrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spilla (θηλ.ουσ)
spillaio (ουσ αρσ )
spillare (ρ.αμτβ.)
spillare (ρ. μτβ.)
spillatico (ουσ αρσ )
spillatura (θηλ.ουσ)
spillo (ουσ αρσ )
spillone (ουσ αρσ )
spilluzzicare (ρ. μτβ.)
spilorceria (θηλ.ουσ)
spilorcio (αρσ. επίθ και ουσ)
spiluccare (ρ. μτβ.)
spilungone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---