Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspillàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [spilˈlare] στάζω spillàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [spilˈlare] 1 βγάζω (κρασί από βαρέλι) 2 τραβώ 3 ανοίγω κάνουλα βαρελιού 4 αποσπώ χρήματα 5 παίρνω λεφτά με δώρο ή δάνειο 6 τρυπώ με περιστρεφόμενο εργαλείο 7 τρυπώ 8 διατρυπώ 9 ανοίγω τρύπα σε βαρέλι 10 ανοίγω σειρά τρύπες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |