Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spilorcerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spilorʧeˈria]

1 σφιχτοχεριά
2 μιζέρια
3 τσιφουτιά
4 φειδώ
5 φειδωλία
6 φιλαργυρία
7 τσιγκουνιά
8 γυφτιά
9 κατσιβελιά
10 καρμιριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spilluzzicare spilorcio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spillatico (ουσ αρσ )
spillatura (θηλ.ουσ)
spillo (ουσ αρσ )
spillone (ουσ αρσ )
spilluzzicare (ρ. μτβ.)
spilorceria (θηλ.ουσ)
spilorcio (αρσ. επίθ και ουσ)
spiluccare (ρ. μτβ.)
spilungone (ουσ αρσ )
spin (ουσ αρσ )
spina (θηλ.ουσ)
spinacio (ουσ αρσ )
spinacristi (θηλ.ουσ)
spinale (επίθ.)
spinare (ρ. μτβ.)
spinarello (ουσ αρσ )
spinarolo (ουσ αρσ )
spinato (επίθ.)
spinatrice (θηλ.ουσ)
spinello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---