Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spinaròlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spinaˈrɔlo]

ψάρι Squalus acanthias (αγκαθωτό σκυλόψαρο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spinarello spinato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spinacio (ουσ αρσ )
spinacristi (θηλ.ουσ)
spinale (επίθ.)
spinare (ρ. μτβ.)
spinarello (ουσ αρσ )
spinarolo (ουσ αρσ )
spinato (επίθ.)
spinatrice (θηλ.ουσ)
spinello (ουσ αρσ )
spineto (ουσ αρσ )
spinetta (θηλ.ουσ)
spinettaio (ουσ αρσ )
spingarda (θηλ.ουσ)
spingere (ρ.αμτβ.)
spingere (ρ. μτβ.)
spingersi (ρ.μ. (αντων.))
spingitoio (ουσ αρσ )
spinite (θηλ.ουσ)
spinnaker (ουσ αρσ )
spino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---