Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spinàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spiˈnale]

1 σπονδυλικός
2 ραχιαίος
3 νωτιαίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spinacristi spinare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


midollo [αρσ.] spinale = ο νωτιαίος μυελός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spilungone (ουσ αρσ )
spin (ουσ αρσ )
spina (θηλ.ουσ)
spinacio (ουσ αρσ )
spinacristi (θηλ.ουσ)
spinale (επίθ.)
spinare (ρ. μτβ.)
spinarello (ουσ αρσ )
spinarolo (ουσ αρσ )
spinato (επίθ.)
spinatrice (θηλ.ουσ)
spinello (ουσ αρσ )
spineto (ουσ αρσ )
spinetta (θηλ.ουσ)
spinettaio (ουσ αρσ )
spingarda (θηλ.ουσ)
spingere (ρ.αμτβ.)
spingere (ρ. μτβ.)
spingersi (ρ.μ. (αντων.))
spingitoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---