Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spìngere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈspinʤere]

1 πιέζω
2 ασκώ πίεση

spìngere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspinʤere]

σπρώχνω, ωθώ

spingersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈspinʤersi]

1 ρισκάρω
2 διακινδυνεύω
3 τολμώ
4 ριψοκινδυνεύω
5 διακυβεύω
6 βάζω το κεφάλι μου στο ντορβά
7 βάζω σε κίνδυνο
8 εισχωρώ
9 διεισδύω
10 προωθούμαι
11 προκόβω
12 προκαλώ
13 αψηφώ
14 προχωρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spingarda spingitoio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


spingere! = ωθήσατε


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spinello (ουσ αρσ )
spineto (ουσ αρσ )
spinetta (θηλ.ουσ)
spinettaio (ουσ αρσ )
spingarda (θηλ.ουσ)
spingere (ρ.αμτβ.)
spingere (ρ. μτβ.)
spingersi (ρ.μ. (αντων.))
spingitoio (ουσ αρσ )
spinite (θηλ.ουσ)
spinnaker (ουσ αρσ )
spino (ουσ αρσ )
spinone (ουσ αρσ )
spinosità (θηλ.ουσ)
spinoso (επίθ.)
spinotto (ουσ αρσ )
spinta (θηλ.ουσ)
spintarella (θηλ.ουσ)
spinterogeno (ουσ αρσ )
spinterometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---