Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspinòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spiˈnɔtto] 1 ηλεκτρικό βύσμα 2 πείρος άξονα περιστροφής 3 πείρος εμβόλου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |