Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spinòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spiˈnɔtto]

1 ηλεκτρικό βύσμα
2 πείρος άξονα περιστροφής
3 πείρος εμβόλου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spinoso spinta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spinnaker (ουσ αρσ )
spino (ουσ αρσ )
spinone (ουσ αρσ )
spinosità (θηλ.ουσ)
spinoso (επίθ.)
spinotto (ουσ αρσ )
spinta (θηλ.ουσ)
spintarella (θηλ.ουσ)
spinterogeno (ουσ αρσ )
spinterometro (ουσ αρσ )
spinto (επίθ.)
spintonare (ρ. μτβ.)
spintone (ουσ αρσ )
spintore (ουσ αρσ )
spiombare (ρ.αμτβ.)
spiombare (ρ. μτβ.)
spionaggio (ουσ αρσ )
spioncino (ουσ αρσ )
spione (ουσ αρσ )
spionistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---