Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspintóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spinˈtore] 1 βάρκα που σπρώχνεται με σταλίκι 2 πριάρι 3 γόνδολα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |