Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspiovènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spjoˈvɛnte] 1 κατηφόρα 2 ψηλοκρεμαστό σουτ (ποδόσφαιρο) 3 κατηφοριά 4 γερτή στέγη 5 πλαγιά spiovènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spjoˈvɛnte] 1 ρέων 2 κρεμάμενος χαλαρά 3 κρεμαστός 4 κρεμάμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |