Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spiˈrare]

1 εκπνέω
2 πεθαίνω
3 βγαίνω (για μυρουδιά)
4 παραδίνω το πνεύμα
5 τελειώνω
6 λήγω
7 ψυχομαχώ
8 εμφυσώ
9 ξεφυσώ
10 φυσώ
11 εκπνέω βίαια
12 αποπνέω
13 εκπνέω
14 αναπνέω ορμητικά

spiràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spiˈrare]

1 εκφράζω
2 αποπνέω
3 εμπνέω (ποιητικά)
4 μυρίζω (ωραία ή άσχημα)
5 εκπέμπω
6 αναδίνω (μυρουδιά)
7 βγάζω (μυρουδιά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spirante spirea  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spirale (επίθ.)
spiraliforme (επίθ.)
spiralizzazione (θηλ.ουσ)
spirante (θηλ.ουσ)
spirante (επίθ.)
spirare (ρ.αμτβ.)
spirare (ρ. μτβ.)
spirea (θηλ.ουσ)
spirillo (ουσ αρσ )
spiritare (ρ.αμτβ.)
spiritato (ουσ αρσ )
spiritato (επίθ.)
spiritello (ουσ αρσ )
spiritico (επίθ.)
spiritismo (ουσ αρσ )
spiritista (ουσ αρσ και θηλ.)
spiritistico (επίθ.)
spirito (ουσ αρσ )
spiritosaggine (θηλ.ουσ)
spiritosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---