Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspirànte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [spiˈrante] 1 φθόγγος συριστικός 2 φθόγγος προφερόμενος με τριβή spirànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spiˈrante] 1 συριστικός (για φθόγγο) 2 προφερόμενος με τριβή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |