Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spirànte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spiˈrante]

1 φθόγγος συριστικός
2 φθόγγος προφερόμενος με τριβή

spirànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spiˈrante]

1 συριστικός (για φθόγγο)
2 προφερόμενος με τριβή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiralizzazione spirare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiraglio (ουσ αρσ )
spirale (θηλ.ουσ)
spirale (επίθ.)
spiraliforme (επίθ.)
spiralizzazione (θηλ.ουσ)
spirante (θηλ.ουσ)
spirante (επίθ.)
spirare (ρ.αμτβ.)
spirare (ρ. μτβ.)
spirea (θηλ.ουσ)
spirillo (ουσ αρσ )
spiritare (ρ.αμτβ.)
spiritato (ουσ αρσ )
spiritato (επίθ.)
spiritello (ουσ αρσ )
spiritico (επίθ.)
spiritismo (ουσ αρσ )
spiritista (ουσ αρσ και θηλ.)
spiritistico (επίθ.)
spirito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---