Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiràglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spiˈraʎʎo]

1 αναλαμπή
2 φινιστρίνι
3 ανάσα (από κάτι)
4 αμυδρή ένδειξη
5 ρωγμή
6 σχισμή
7 άνοιγμα μικρό
8 ραγάδα
9 ρήγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spirabile spirale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiovente (ουσ αρσ )
spiovente (επίθ.)
spiovere (ρ.αμτβ.)
spira (θηλ.ουσ)
spirabile (επίθ.)
spiraglio (ουσ αρσ )
spirale (θηλ.ουσ)
spirale (επίθ.)
spiraliforme (επίθ.)
spiralizzazione (θηλ.ουσ)
spirante (θηλ.ουσ)
spirante (επίθ.)
spirare (ρ.αμτβ.)
spirare (ρ. μτβ.)
spirea (θηλ.ουσ)
spirillo (ουσ αρσ )
spiritare (ρ.αμτβ.)
spiritato (ουσ αρσ )
spiritato (επίθ.)
spiritello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---