Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspiràle
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [spiˈrale] το σπιράλ spiràle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spiˈrale] 1 σπειροειδής 2 ελικοειδής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |