Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiràbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spiˈrabile]

1 φτιαγμένος για αναπνοή
2 αναπνεύσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spira spiraglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spionistico (επίθ.)
spiovente (ουσ αρσ )
spiovente (επίθ.)
spiovere (ρ.αμτβ.)
spira (θηλ.ουσ)
spirabile (επίθ.)
spiraglio (ουσ αρσ )
spirale (θηλ.ουσ)
spirale (επίθ.)
spiraliforme (επίθ.)
spiralizzazione (θηλ.ουσ)
spirante (θηλ.ουσ)
spirante (επίθ.)
spirare (ρ.αμτβ.)
spirare (ρ. μτβ.)
spirea (θηλ.ουσ)
spirillo (ουσ αρσ )
spiritare (ρ.αμτβ.)
spiritato (ουσ αρσ )
spiritato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---