Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiòvere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈspjɔvere]

1 πέφτω προς τα κάτω
2 κυλώ προς τα κάτω
3 σταματώ να βρέχω (απρόσωπο)
4 ρέω προς τα κάτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiovente spira  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spioncino (ουσ αρσ )
spione (ουσ αρσ )
spionistico (επίθ.)
spiovente (ουσ αρσ )
spiovente (επίθ.)
spiovere (ρ.αμτβ.)
spira (θηλ.ουσ)
spirabile (επίθ.)
spiraglio (ουσ αρσ )
spirale (θηλ.ουσ)
spirale (επίθ.)
spiraliforme (επίθ.)
spiralizzazione (θηλ.ουσ)
spirante (θηλ.ουσ)
spirante (επίθ.)
spirare (ρ.αμτβ.)
spirare (ρ. μτβ.)
spirea (θηλ.ουσ)
spirillo (ουσ αρσ )
spiritare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---