Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spioncìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spionˈʧino]

το ματάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spionaggio spione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spintone (ουσ αρσ )
spintore (ουσ αρσ )
spiombare (ρ.αμτβ.)
spiombare (ρ. μτβ.)
spionaggio (ουσ αρσ )
spioncino (ουσ αρσ )
spione (ουσ αρσ )
spionistico (επίθ.)
spiovente (ουσ αρσ )
spiovente (επίθ.)
spiovere (ρ.αμτβ.)
spira (θηλ.ουσ)
spirabile (επίθ.)
spiraglio (ουσ αρσ )
spirale (θηλ.ουσ)
spirale (επίθ.)
spiraliforme (επίθ.)
spiralizzazione (θηλ.ουσ)
spirante (θηλ.ουσ)
spirante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---