Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspiombàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [spjomˈbare] 1 είμαι πολύ βαρύς 2 είμαι σαν βαρίδι 3 είμαι στραβός (ως προς το νήμα της στάθμης) 4 είμαι εκτός καθέτου 5 αποκλίνω από την κάθετο spiombàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [spjomˈbare] 1 γονατίζω κάποιον 2 τσακίζω κάποιον 3 ανοίγω 4 σπάζω τις μολυβένιες σφραγίδες 5 αποσφραγίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |