Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspinteròmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spinteˈrɔmetro] 1 μετρητής σπινθηρισμών (φυσική) 2 σπινθηρόμετρο 3 διάκενο δημιουργίας σπινθήρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |