Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spìnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈspinto]

1 επικίνδυνος
2 σκαμπρόζικος
3 ακανθώδης
4 ακραίος
5 ζόρικος
6 σκανδαλώδης
7 προκλητικός
8 τολμηρός
9 ριψοκίνδυνος
10 πικάντικος
11 εξτρεμιστικός
12 έτοιμος
13 διαθέσιμος
14 προδιατεθειμένος
15 διατεθειμένος
16 πρόθυμος
17 ευάρεστος
18 εξυπηρετικός
19 κλίνων
20 συναινών
21 ανοιχτός (ως προς τη διάθεση)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spinterometro spintonare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spinotto (ουσ αρσ )
spinta (θηλ.ουσ)
spintarella (θηλ.ουσ)
spinterogeno (ουσ αρσ )
spinterometro (ουσ αρσ )
spinto (επίθ.)
spintonare (ρ. μτβ.)
spintone (ουσ αρσ )
spintore (ουσ αρσ )
spiombare (ρ.αμτβ.)
spiombare (ρ. μτβ.)
spionaggio (ουσ αρσ )
spioncino (ουσ αρσ )
spione (ουσ αρσ )
spionistico (επίθ.)
spiovente (ουσ αρσ )
spiovente (επίθ.)
spiovere (ρ.αμτβ.)
spira (θηλ.ουσ)
spirabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---