Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spinóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spiˈnoso], [spiˈnozo]

1 δύσκολος
2 περίπλοκος
3 δυσεπίλυτος
4 υπερευαίσθητος
5 λεπτός και αγκαθωτός
6 ακανθώδης και προβληματικός
7 με ρόζους
8 αγκαθωτός
9 αγκάθινος
10 αγκαθερός
11 ενοχλητικός
12 ακιδωτός
13 ακανθώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spinosità spinotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spinite (θηλ.ουσ)
spinnaker (ουσ αρσ )
spino (ουσ αρσ )
spinone (ουσ αρσ )
spinosità (θηλ.ουσ)
spinoso (επίθ.)
spinotto (ουσ αρσ )
spinta (θηλ.ουσ)
spintarella (θηλ.ουσ)
spinterogeno (ουσ αρσ )
spinterometro (ουσ αρσ )
spinto (επίθ.)
spintonare (ρ. μτβ.)
spintone (ουσ αρσ )
spintore (ουσ αρσ )
spiombare (ρ.αμτβ.)
spiombare (ρ. μτβ.)
spionaggio (ουσ αρσ )
spioncino (ουσ αρσ )
spione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---