Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspino]

1 βάτος
2 αγκαθωτός βάτος
3 αγκάθι (χρησιμοποίησε καλύτερα το spina)
4 πρινάρι
5 ασπάλαθος
6 σπαλαθιά
7 σπάλαθο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spinnaker spinone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spingere (ρ. μτβ.)
spingersi (ρ.μ. (αντων.))
spingitoio (ουσ αρσ )
spinite (θηλ.ουσ)
spinnaker (ουσ αρσ )
spino (ουσ αρσ )
spinone (ουσ αρσ )
spinosità (θηλ.ουσ)
spinoso (επίθ.)
spinotto (ουσ αρσ )
spinta (θηλ.ουσ)
spintarella (θηλ.ουσ)
spinterogeno (ουσ αρσ )
spinterometro (ουσ αρσ )
spinto (επίθ.)
spintonare (ρ. μτβ.)
spintone (ουσ αρσ )
spintore (ουσ αρσ )
spiombare (ρ.αμτβ.)
spiombare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---