Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspiritèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spiriˈtɛllo] 1 διαολόπαιδο 2 διαβολάκος (για ζωηρό παιδί) 3 αερικό 4 καλικάντζαρος 5 ξωτικό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |