Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspiritóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spiriˈtoso], [spiriˈtozo] 1 πνευματώδης (-ης, -ες) 2 (scherzoso) αστείος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |