Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiritualizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spiritualiddzatˈtsjone]

1 ιδανίκευση
2 εξαΰλωση
3 εξιδανίκευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiritualizzarsi spiritualmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiritualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
spiritualistico (επίθ.)
spiritualità (θηλ.ουσ)
spiritualizzare (ρ. μτβ.)
spiritualizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiritualizzazione (θηλ.ουσ)
spiritualmente (επίρ.)
spirocheta (θηλ.ουσ)
spirochetosi (θηλ.ουσ)
spiroidale (επίθ.)
spirometria (θηλ.ουσ)
spirometro (ουσ αρσ )
spiumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
splancnico (επίθ.)
splancnocranio (ουσ αρσ )
splancnologia (θηλ.ουσ)
splenalgia (θηλ.ουσ)
splendente (επίθ.)
splendere (ρ.αμτβ.)
splendidamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---