Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spirochèta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,spiroˈkɛta]

σπειροχαίτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiritualmente spirochetosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiritualità (θηλ.ουσ)
spiritualizzare (ρ. μτβ.)
spiritualizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiritualizzazione (θηλ.ουσ)
spiritualmente (επίρ.)
spirocheta (θηλ.ουσ)
spirochetosi (θηλ.ουσ)
spiroidale (επίθ.)
spirometria (θηλ.ουσ)
spirometro (ουσ αρσ )
spiumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
splancnico (επίθ.)
splancnocranio (ουσ αρσ )
splancnologia (θηλ.ουσ)
splenalgia (θηλ.ουσ)
splendente (επίθ.)
splendere (ρ.αμτβ.)
splendidamente (επίρ.)
splendidezza (θηλ.ουσ)
splendido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---