Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


splèndido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsplɛndido]

λαμπρός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  splendidezza splendore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

splenalgia (θηλ.ουσ)
splendente (επίθ.)
splendere (ρ.αμτβ.)
splendidamente (επίρ.)
splendidezza (θηλ.ουσ)
splendido (επίθ.)
splendore (ουσ αρσ )
splene (ουσ αρσ )
splenectomia (θηλ.ουσ)
splenetico (ουσ αρσ )
splenetico (επίθ.)
splenico (ουσ αρσ )
splenico (επίθ.)
splenio (ουσ αρσ )
splenite (θηλ.ουσ)
splenomegalia (θηλ.ουσ)
spocchia (θηλ.ουσ)
spocchione (ουσ αρσ )
spocchioso (αρσ. επίθ και ουσ)
spodestamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---