Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spocchióso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [spokˈkjoso], [spokˈkjozo]

1 φαντασμένος
2 αλαζονικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spocchione spodestamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

splenio (ουσ αρσ )
splenite (θηλ.ουσ)
splenomegalia (θηλ.ουσ)
spocchia (θηλ.ουσ)
spocchione (ουσ αρσ )
spocchioso (αρσ. επίθ και ουσ)
spodestamento (ουσ αρσ )
spodestare (ρ. μτβ.)
spodestato (επίθ.)
spoetizzare (ρ. μτβ.)
spoglia (θηλ.ουσ)
spogliare (ρ. μτβ.)
spogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
spogliarellista (ουσ αρσ και θηλ.)
spogliarello (ουσ αρσ )
spogliatoio (ουσ αρσ )
spogliatore (ουσ αρσ )
spogliatura (θηλ.ουσ)
spoglio (ουσ αρσ )
spoglio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---