Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spòglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɔʎʎa]

1 περιοδικό ρίξιμο περιβλήματος
2 τράβηγμα (χυμένου μετάλλου)
3 απόρριψη νεκρού ιστού (για φίδι κλπ)
4 έκδυση
5 (al plurale: ((spoglie))) λεία, πολεμική λεία, λάφυρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spoetizzare spogliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spocchioso (αρσ. επίθ και ουσ)
spodestamento (ουσ αρσ )
spodestare (ρ. μτβ.)
spodestato (επίθ.)
spoetizzare (ρ. μτβ.)
spoglia (θηλ.ουσ)
spogliare (ρ. μτβ.)
spogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
spogliarellista (ουσ αρσ και θηλ.)
spogliarello (ουσ αρσ )
spogliatoio (ουσ αρσ )
spogliatore (ουσ αρσ )
spogliatura (θηλ.ουσ)
spoglio (ουσ αρσ )
spoglio (επίθ.)
spola (θηλ.ουσ)
spolatrice (θηλ.ουσ)
spolatura (θηλ.ουσ)
spoletta (θηλ.ουσ)
spolettiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---