Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spogliatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spoʎʎaˈtore]

1 λαφυραγωγός
2 πειρατής
3 άρπαγας
4 κουρσευτής
5 διαγουμιστής
6 ληστής
7 πλιατσικολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spogliatoio spogliatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spogliare (ρ. μτβ.)
spogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
spogliarellista (ουσ αρσ και θηλ.)
spogliarello (ουσ αρσ )
spogliatoio (ουσ αρσ )
spogliatore (ουσ αρσ )
spogliatura (θηλ.ουσ)
spoglio (ουσ αρσ )
spoglio (επίθ.)
spola (θηλ.ουσ)
spolatrice (θηλ.ουσ)
spolatura (θηλ.ουσ)
spoletta (θηλ.ουσ)
spolettiera (θηλ.ουσ)
spoliazione (θηλ.ουσ)
spoliticizzare (ρ. μτβ.)
spoliticizzazione (θηλ.ουσ)
spollinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spollonare (ρ. μτβ.)
spollonatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---