Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spoliticizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spolitiʧiddzatˈtsjone]

αποπολιτικοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spoliticizzare spollinarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spolatura (θηλ.ουσ)
spoletta (θηλ.ουσ)
spolettiera (θηλ.ουσ)
spoliazione (θηλ.ουσ)
spoliticizzare (ρ. μτβ.)
spoliticizzazione (θηλ.ουσ)
spollinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spollonare (ρ. μτβ.)
spollonatura (θηλ.ουσ)
spolmonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spolpare (ρ. μτβ.)
spolparsi (ρ.μ. (αντων.))
spolpato (επίθ.)
spoltroneggiare (ρ.αμτβ.)
spoltronire (ρ. μτβ.)
spoltronirsi (ρ.μ. (αντων.))
spolverare (ρ.αμτβ.)
spolverare (ρ. μτβ.)
spolverata (θηλ.ουσ)
spolveratore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---