Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspolpàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spolˈpato] 1 λιπόσαρκος 2 απογυμνωμένος από περιουσιακά στοιχεία κλπ. 3 άσαρκος 4 γυμνός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |