Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspolverizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [spolveridˈdzare] 1 πασπαλίζω 2 επιπάσσω 3 κονιορτοποιώ 4 κάνω σκόνη spolverizzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [spolveridˈdzarsi] 1 εκμηδενίζομαι 2 κονιορτοποιούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |