Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spolverìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spolveˈrino]

1 σκεύος που έχει πούδρα για πασπάλισμα
2 πανωφόρι - φόρμα εργασίας
3 ξεσκονιστήρι
4 βούρτσα μαλλιών του κουρέα (για τις τρίχες που έχουν μείνει στο λαιμό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spolverina spolverio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spolverare (ρ. μτβ.)
spolverata (θηλ.ουσ)
spolveratore (ουσ αρσ )
spolveratura (θηλ.ουσ)
spolverina (θηλ.ουσ)
spolverino (ουσ αρσ )
spolverio (ουσ αρσ )
spolverizzare (ρ. μτβ.)
spolverizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spolverizzatore (ουσ αρσ )
spolvero (ουσ αρσ )
sponda (θηλ.ουσ)
spondaico (επίθ.)
spondeo (ουσ αρσ )
sponderola (θηλ.ουσ)
sponderuola (θηλ.ουσ)
spondilartrite (θηλ.ουσ)
spondilite (θηλ.ουσ)
spondilo (ουσ αρσ )
spondilosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---