Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspolverìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spolveˈrino] 1 σκεύος που έχει πούδρα για πασπάλισμα 2 πανωφόρι - φόρμα εργασίας 3 ξεσκονιστήρι 4 βούρτσα μαλλιών του κουρέα (για τις τρίχες που έχουν μείνει στο λαιμό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |