Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspónda
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈsponda] 1 (lago) η όχθη 2 (mare) η παραλία, η ακροθαλασσιά 3 (di letto) η άκρη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |