Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspólvero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspolvero] 1 πούδρα 2 ημιμάθεια 3 πασάλειμμα με επιπόλαιες αποσπασματικές γνώσεις 4 ξεσκόνισμα 5 σκόνη 6 λεπτή σκόνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |