Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spólvero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspolvero]

1 πούδρα
2 ημιμάθεια
3 πασάλειμμα με επιπόλαιες αποσπασματικές γνώσεις
4 ξεσκόνισμα
5 σκόνη
6 λεπτή σκόνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spolverizzatore sponda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spolverino (ουσ αρσ )
spolverio (ουσ αρσ )
spolverizzare (ρ. μτβ.)
spolverizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spolverizzatore (ουσ αρσ )
spolvero (ουσ αρσ )
sponda (θηλ.ουσ)
spondaico (επίθ.)
spondeo (ουσ αρσ )
sponderola (θηλ.ουσ)
sponderuola (θηλ.ουσ)
spondilartrite (θηλ.ουσ)
spondilite (θηλ.ουσ)
spondilo (ουσ αρσ )
spondilosi (θηλ.ουσ)
spongina (θηλ.ουσ)
sponsale (ουσ αρσ )
sponsale (επίθ.)
sponsali (ουσ αρσ πληθ.)
sponsorizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---